- προνομιακός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προνόμιο.2. αυτός που γίνεται ως προνόμιο, ως ιδιαίτερη δυνατότητα: Προνομιακή μεταχείριση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.